Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

(ἐκ πτέρνης

См. также в других словарях:

  • πτέρνης — πτέρνα ham fem gen sg (attic epic ionic) πτέρνη heel fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τόμος — ο, ΝΜΑ βιβλίο που αποτελεί μέρος μεγαλύτερου συγγράμματος (α. «κυκλοφόρησε ο 56ος τόμος τής Εγκυκλοπαίδειας Πάπυρος Λαρούς Μπριτάννικα» β. «λεξικὸν εἰς τόμους ἐννέα», Διογ. Λαέρ.) νεοελλ. 1. σύνολο τευχών περιοδικού, νόμων, ή άλλων εντύπων που… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»